Policy Brief: Γιατί η ανάπτυξη παραμένει μακρινό όνειρο |
Τρίτη, 10 Απρίλιος 2012 12:19 | |||
Στη σύντομη και ακόμα άτυπη προεκλογική περίοδο η ρητορική των πολιτικών κομμάτων θα επικεντρωθεί κατά μείζονα λόγο στο ζητούμενο της ανάπτυξης και των ιδεών περί εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση. Ωστόσο, η ρητορική αυτή θα πρέπει να λάβει υπόψη της δύο τουλάχιστον σημαντικούς παράγοντες, οι οποίοι μέχρι σήμερα επιδρούν ανασταλτικά – εάν όχι αρνητικά – σε οποιοδήποτε σχεδιασμό κάθε αναπτυξιακής πολιτικής. Ο πρώτος από αυτούς είναι προφανής, μολονότι έχουμε την τάση να τον παραβλέπουμε συστηματικά. Η ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία για πέμπτη συνεχή χρονιά, είναι το αποτέλεσμα ,αλλά και η ηθελημένη συνέπεια, της ίδιας της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης: με άλλα λόγια της μυωπικής πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Είναι σαφές. ότι για όσο χρονικό διάστημα ο δηλωμένος και επιδιωκόμενος σκοπός αυτής της πολιτικής είναι η υποτίμηση των πραγματικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του εισοδήματος και των δαπανών που το συνιστούν (είτε δημοσίων, είτε ιδιωτικών καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών), το αποτέλεσμα θα είναι η συνεχής ανατροφοδότηση της ύφεσης και το «επίμονο ξύσιμο του πάτου».
Και εάν η υποτίμηση της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης είναι ένα είδος «αναγκαίου κακού» , για να προσχωρήσουμε για χάρη της συζήτησης στο νεοφιλελεύθερο επιχείρημα, δεν ισχύει το ίδιο για τη δεύτερη συνιστώσα του εισοδήματος, δηλαδή τις επενδύσεις. Γιατί, απλούστατα χωρίς αυτές δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη. Και στο σημείο αυτό ερχόμαστε στον δεύτερο παράγοντα που δεν είναι άλλος από την απαρχαιωμένη και οπισθοδρομική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθούν με θαυμαστή συνέπεια όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία 60 χρόνια. Για καθέναν που στοιχειωδώς γνωρίζει τις βασικές λειτουργίες της δημοσιονομικής πολιτικής εν γένει, είναι εύκολο να διακρίνει από μία αναδρομή στους κρατικούς προϋπολογισμούς της Ελλάδας ότι αυτοί χαρακτηρίζονται από δύο ειδών χρόνια μειονεκτήματα: (1) Την ανυπαρξία εσωτερικών σταθεροποιητών, με αποτέλεσμα η διαχρονική φορά των δημοσιονομικών μεγεθών και ιδιαίτερα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, να είναι ομόρροπη προς τη φορά του οικονομικού κύκλου. Έτσι, κάθε φορά που η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια ύφεσης οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων είναι οι πρώτες που περικόπτονται σημαντικά. (2) Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισμού δείχνει ότι βασική μέριμνά του είναι αποκλειστικά και μόνο η λεγόμενη ταμειακή λειτουργία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση και η δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει, εδώ, να υπογραμμιστεί ότι αυτή η μέριμνα για την ταμειακή λειτουργία της δημοσιονομικής πολιτικής έχει ενταθεί σε βαθμό νοσηρότητας τα τελευταία 2 χρόνια, εξαιτίας της συστηματικής εποπτείας που ασκεί η τριμερής των δανειστών, η κατά το κοινώς λεγόμενη τρόϊκα.
Οι δύο προαναφερθείσες «παθογένειες» αποτυπώνονται με τρόπο ανάγλυφο στο Δελτίο Εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού που έδωσε εδώ και δύο εβδομάδες το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για το πρώτο δίμηνο του 2012. Ειδικότερα, η γενική εικόνα από την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού παρουσιάζεται στον Πίνακα 1, σύμφωνα με τα στοιχεία του οποίου εμφανίζεται πρωτογενές πλεόνασμα 389 εκ. Ευρώ, ενώ το ισοζύγιο ανέρχεται – εφόσον αφαιρεθεί η διαφορά από τους καταβληθέντες τόκους – σε 384 εκ. Ευρώ. Από ταμειακή άποψη επομένως, όλα βαίνουν καλώς. Ή μήπως όχι; Η αρχική αισιοδοξία φαίνεται να μετριάζεται εάν συνυπολογίσουμε δύο επιπλέον στοιχεία. Το πρώτο από αυτά έγκειται στο ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα είναι περισσότερο θετικό εφόσον ως βάση σύγκρισης θεωρηθεί όχι βέβαια ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο το Δεκέμβριο του 2011, αλλά ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός του Φεβρουαρίου του 2012. Αλλά ας είναι… Το δεύτερο στοιχείο που μετριάζει την αισιόδοξη εικόνα είναι ο τρόπος με τον οποίο προκύπτει αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα. Το τελευταίο, θα πρέπει να σημειωθεί είναι το αλγεβρικό άθροισμα των καθαρών εσόδων και των δαπανών. Έτσι, ο μαγικός αριθμός 389 είναι αποτέλεσμα :
Με άλλα λόγια, ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες εμφανίζονται σημαντικά μειωμένες, οι δαπάνες για τόκους αυξήθηκαν σε σχέση με τους στόχους κατά 5 εκ. Ευρώ.
Είναι σαφές, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Είναι επίσης σαφές ότι οι μόνες δαπάνες, όπως αυτές εμφανίζονται στον Πίνακα 1, που αυξάνονται, είναι οι δαπάνες για τόκους. Εάν, βέβαια, εξετάσουμε ακόμα πιο προσεκτικά τα δύο σκέλη του κρατικού προϋπολογισμού θα καταλήξουμε σε ακόμα πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Είπαμε, προηγουμένως, ότι τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού εμφανίζονται αυξημένα κατά 19 εκ. Ευρώ. Ας δούμε όμως, πώς προκύπτει αυτός ο μαγικός αριθμός 19.
Το αρνητικό αποτέλεσμα των καθαρών εσόδων ισοφαρίζεται από την αύξηση των εσόδων του ΠΔΕ κατά 251 εκ. € Άρα: 251-232=19. Όπερ έδει δείξαι τοις τροϊκανοίς.
Αλλά και η υστέρηση των καθαρών εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού κατά 232 εκ.€ , κρύβει μια ακόμα πιο ανησυχητική εικόνα, αφού η υστέρηση των φορολογικών εσόδων πριν από τις επιστροφές φόρων ανέρχεται σε 395 εκ. Ευρώ σε σχέση με τους στόχους. Το 395 γίνεται 232 αφού αφαιρεθούν οι μειωμένες κατά 163 εκ. € επιστροφές φόρων. Εάν, λοιπόν, επιλέξουμε να έχουμε λιγότερες επιστροφές φόρων αφενός και να εισπράξουμε περισσότερα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση για το ΠΔΕ, τότε θα παρουσιάσουμε θετικό ισοζύγιο στο σκέλος των καθαρών εσόδων. Αυτό το είδος λογιστικής καταγραφής των μεγεθών ονομάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία creative budgeting, αφήνοντας τη μετάφραση αυτού του όρου στα στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου, αλλά και στην εποπτεύουσα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών.
Πάντως, για κάθε σώφρονα αναγνώστη και αναγνώστρια της Έκθεσης η αληθής κατάσταση είναι η συνεχιζόμενη υστέρηση των καθαρών εσόδων. Μάλιστα, ως προς τα φορολογικά έσοδα η υστέρηση ανέρχεται σε 177 εκ. Ευρώ ( 97 εκ. Ευρώ από άμεσους φόρους + 80 εκ. Ευρώ από έμμεσους φόρους). Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι τα 97 εκ. Ευρώ των άμεσων φόρων θα ήταν ακόμα περισσότερα, εάν η υστέρηση αυτή δεν είχε μειωθεί από την αύξηση στην είσπραξη των άμεσων φόρων προηγουμένων οικονομικών ετών κατά 100 εκ. Ευρώ σε σχέση με τον αρχικό στόχο. Ως προς τους έμμεσους φόρους χαρακτηριστική είναι η υστέρηση ως προς τον ΦΠΑ κατά 277 εκ. Ευρώ, στοιχείο που δείχνει την επιδείνωση της κατάστασης στην ιδιωτική οικονομία, ενώ η αύξηση των εσόδων από τους φόρους κατανάλωσης κατά 131 εκ. Ευρώ σε σύγκριση με τον αρχικό στόχο προκύπτει κυρίως από την αύξηση από τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων κατά 134 εκ. Ευρώ.
Το θετικό αποτέλεσμα των 19 εκ. Ευρώ ως προς τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: [1] της καθήλωσης της δημοσιονομικής πολιτικής σε μία παρεξηγήσιμη σήμερα ταμειακή λειτουργία και [2] της πραγματικής υστέρησης των αληθινών τακτικών εσόδων εξαιτίας της συνεχιζόμενης ύφεσης, η οποία θα οξυνθεί περαιτέρω εξαιτίας της εμμονής στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.
Και η έξοδος από την ύφεση και τη κρίση; Ποια είναι τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η δημοσιονομική πολιτική; Φυσικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Και στο σημείο αυτό το παράδοξο και ο παραλογισμός κορυφώνονται, αφού σε μία περίοδο ύφεσης το ΠΔΕ παρουσιάζει πλεόνασμα 1 δις Ευρώ !
Άραγε είναι τυχαία η στρογγυλοποίηση του θετικού υπολοίπου;
Έχοντας λοιπόν εθιστεί για 6 δεκαετίες στην αχρηστία της πολιτικής των δημοσίων επενδύσεων, είμαστε καταδικασμένοι να αναζητήσουμε το όνειρό της ανάπτυξης στη νεοφιλελεύθερη ρητορική περί «ανοίγματος» των λεγόμενων «κλειστών» επαγγελμάτων (ενώ γνωρίζουμε ότι ο ορθός όρος είναι ρυθμισμένα επαγγέλματα), περί ιδιωτικοποιήσεων και περί υδρογονανθράκων. Το βάρος της ανάπτυξης δεν είναι δυνατό να το σηκώσουν τα ατροφικά χέρια ενός οπισθοδρομικού προϋπολογισμού. Εάν ωστόσο, η διατήρηση αυτής της οπισθοδρομικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι προϊόν πολιτικής επιλογής, τότε η οικονομική ανάπτυξη θα ισοδυναμεί, για πολλοστή φορά στην ελληνική ιστορία, με τη δημιουργία κλειστών ομάδων με εξασφαλισμένες προσόδους και φοροαπαλλαγμένα εισοδήματα. Μια τέτοια πολιτική επιλογή, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει για πολύ καιρό άπιαστο όνειρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας.
Διονύσης Γράβαρης Επιστημονικός Διευθυντής ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ |