Το παρόν αναλυτικό πόρισμα της μελέτης «Διαμόρφωση πλαισίου προτάσεων της ΓΣΕΒΕΕ σχετικά με τις πολιτικές κατάρτισης απασχολούμενων στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και σύνδεσή τους με τις ανάγκες των αγορών εργασίας» συνδυάζει και αξιοποιεί δεδομένα και υποθέσεις εργασίας που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο βιβλιογραφικής επισκόπησης, καθώς και δεδομένα που εξήχθησαν μέσω της διεξαγωγής ποιοτικών μεθόδων έρευνας (τηλεδιάσκεψη, ομάδες εστιασμένου ενδιαφέροντος και ατομικές συνεντεύξεις).
Τα κύρια σημεία προβληματισμού και οι προτάσεις του αναλυτικού πορίσματος διατυπώνονται και οργανώνονται με άξονα τις κάτωθι πέντε βασικές θεματικές ενότητες:
1. Ο ρόλος της κατάρτισης στις μικρές και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις: Η κατάρτιση ή με την ευρύτερη έννοια, η μάθηση, αποτελούν κομβικής σημασίας ζήτημα για τις ελληνικές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που επαυξάνει ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης.
2. Η σχέση των μικρών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων με ενέργειες οργανωμένης μάθησης: Οι κύριες αιτίες υστέρησης της συμμετοχής των μικρών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων της χώρας σε ενέργειες οργανωμένης κατάρτισης συνδέονται με τον τρόπο σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης της κατάρτισης με βάση τις αρχές του «κρατικοΚΕΚοκεντρικό» μοντέλου. Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή των απασχολουμένων των μικρών επιχειρήσεων σε ενέργειες οργανωμένης κατάρτισης υπόκειται σε διαφοροποιήσεις, ανάλογα με τη φύση του επαγγέλματος, τα χαρακτηριστικά της χρονικής περιόδου διεξαγωγής των προγραμμάτων, την γενικότερη κοινωνικοοικονομική συγκυρία, το νομοθετικό πλαίσιο που ενίοτε υποχρεώνει τους επαγγελματίες ή τους εργαζόμενους να καταρτιστούν κ.λ.π.
3. Συνθήκες και κίνητρα συμμετοχής των μικρών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε ενέργειες μάθησης: Στο ελληνικό περιβάλλον, όπου αφενός κυριαρχεί η επιχειρηματικότητα ανάγκης και αφετέρου, προσδιορίζεται από το «βεβαρημένο ιστορικό» των φορέων κατάρτισης και της ποιότητας των προγραμμάτων που παρείχαν, το χρηματικό κίνητρο αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα συμμετοχής των μικρών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε ενέργειες κατάρτισης. Ταυτόχρονα όμως, φαίνεται ότι βαθμιαία και στο βαθμό που αρχίζει να αποκτάται και να εμπεδώνεται συνείδηση της ανάγκης βελτίωσης των λειτουργιών και των ποιοτικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, αυξάνει το ενδιαφέρον για συμμετοχή σε ουσιαστικές και με πρακτικά αποτελέσματα ενέργειες κατάρτισης. Προκειμένου για την αύξηση της συμμετοχής αυτής, σημαντική αναδεικνύεται η ανάγκη βελτίωσης της πληροφόρησης των μικρών επιχειρήσεων για ενέργειες κατάρτισης, καθώς και η ανάγκη μείωσης των υψηλών διοικητικών βαρών που αναλαμβάνουν από τη συμμετοχή τους σε ενέργειες κατάρτισης, σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων απλούστευσης των σχετικών διαδικασιών.
4. Μορφές άτυπης μάθησης στις ελληνικές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις: Στις μικρές επιχειρήσεις η κατάρτιση λαμβάνει συχνά τη μορφή της επί τω έργω βελτίωσης των ικανοτήτων ή τη μορφή σύντομης μη τυπικής κατάρτισης, όπως το mentoring. Όμως, η αντίληψη των πλαίσιων εργασίας ως πεδίων μάθησης απαιτεί κατάλληλο σχεδιασμό προς την κατεύθυνση της συνθετότητας των καθηκόντων, της ομαδικής-συνεργατικής εργασίας, της αυτονομίας και της υπευθυνότητας στη λήψη αποφάσεων, σε συνδυασμό με συνθήκες που επιτάσσουν την ενίσχυση ή τη βελτίωση των δεξιοτήτων, κυρίως μέσω της εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών, κλαδικών αλλαγών / αναδιαρθρώσεων και νέων οργανωτικών διαδικασιών. Με βάση το δεδομένο αυτό, αλλά και την ήδη διατυπωμένη σχέση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με την οργανωμένη κατάρτιση, η μελέτη διατυπώνει ως περιεκτικό ερμηνευτικό σχήμα την υπόθεση ότι οι μικρές και ακόμα περισσότερο οι πολύ μικρές επιχειρήσεις όχι μόνο αναπτύσσουν μια προβληματική σχέση δικαιολογημένης υποβόσκουσας αμφισβήτησης έναντι των δομημένων μορφών κατάρτισης, αλλά επιπλέον, λόγω κυρίως των δομικών τους χαρακτηριστικών και των περιορισμένων καινοτομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποτελέσουν, τουλάχιστον σε αυτοτελή μορφή, ευνοϊκά πλαίσια σχεδιασμένης ανάπτυξης άτυπων μορφών μάθησης.
5. Η ιδιόμορφη περίπτωση της ελληνικής μικροεπιχειρηματικότητας. Η κατεύθυνση των αλλαγών και ο προσδοκώμενος ρόλος των επαγγελματικών / συνδικαλιστικών οργανώσεων: Η σχέση των δομικών χαρακτηριστικών των ελληνικών πολύ μικρών επιχειρήσεων με τη μάθηση αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου: τα αρχικά μειονεκτικά δομικά χαρακτηριστικά των πολύ μικρών ελληνικών επιχειρήσεων τις οδηγούν μοιραία σε προσανατολισμούς περιορισμένης εμβέλειας, χαμηλής εξειδίκευσης και ελάχιστης καινοτομίας. Η κατάσταση αυτή μεταφράζεται αφενός σε ιδιαίτερα χαμηλή προστιθέμενη αξία, ανά επιχειρηματική μονάδα και εργαζόμενο, αφετέρου, σε μειωμένες μαθησιακές απαιτήσεις, συνεπώς σε αρνητική σχέση έναντι καταρχήν των τυπικών μορφών συνεχιζόμενης κατάρτισης. Κατά τον τρόπο αυτό, αναπαράγονται αενάως τα αρχικά μειονεκτικά δομικά τους χαρακτηριστικά, τα οποία, στο βαθμό που εμπεδώνονται, τις εγκλωβίζουν σε δραστηριότητες ρουτίνας, δυσκολεύουν την ευέλικτη προσαρμοστικότητα και την αλλαγή και τις απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο από τις οργανωτικές απαιτήσεις που προϋποθέτουν τα περιβάλλοντα συνεχούς μάθησης και εξέλιξης.
Προκειμένου για τη δημιουργία συνθηκών εξόδου από τον φαύλο αυτό κύκλο, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις χρειάζονται αφενός εξωτερική υποστήριξη, κυρίως συμβουλευτικού χαρακτήρα, και αφετέρου, ευνοϊκό πλαίσιο ανάπτυξης εταιρικών σχέσεων τόσο μεταξύ τους, όσο και με άλλους οργανισμούς σε τοπική κυρίως βάση, προκειμένου να δημιουργήσουν μια βασισμένη στη μάθηση διαδικασία καινοτομίας, αλλαγής και βελτίωσης. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβάνοντας υπόψιν τις σημερινές συνθήκες κρίσης, προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα, μεταξύ των οποίων τα κυριότερα αφορούν: α) την αναβάθμιση του ρόλου των επιχειρηματικών οργανώσεων και των λοιπών κοινωνικών εταίρων, ως προς την κεντρική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, β) την ανάγκη μετεξέλιξης των εκπαιδευτικών φορέων των κοινωνικών εταίρων και τουλάχιστον της ΓΣΕΒΕΕ σε κέντρα σχεδιασμού και υποστήριξης της μάθησης, γ) την ανάληψη οργανωτικού και συντονιστικού ρόλου στο σχεδιασμό και την παροχή ενεργειών μάθησης εκ μέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων των επιχειρήσεων, δ) την ανάγκη συνδυασμού της ομοσπονδιακής (κλαδικής ή τοπικής) δομής ως θεμελίου επί του οποίου θα ενισχυθεί ο ρόλος των επαγγελματικών οργανώσεων σε ενέργειες μάθησης, με την ενίσχυση του ρόλου της ΓΣΕΒΕΕ για την υποστήριξη και το συντονισμό του όλου εγχειρήματος.
ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ
ΑΚΡΩΝΥΜΟ ΜΕΛΕΤΗΤΙΚΗ ΕΠΕ