Αρχική Δελτία Τύπου ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 15-03-2009 Η κρίση έχει πλήξει τις μικρές επιχειρήσεις – Προβλέπεται περαιτέρω επιδείνωση της θέσης τους το επόμενο εξάμηνο
15-03-2009 Η κρίση έχει πλήξει τις μικρές επιχειρήσεις – Προβλέπεται περαιτέρω επιδείνωση της θέσης τους το επόμενο εξάμηνο PDF Εκτύπωση E-mail
Κυριακή, 15 Μάρτιος 2009 23:00

Η έρευνα για το δεύτερο τετράμηνο του 2009 που διεξήγαγε η εταιρεία δημοσκοπήσεων MARC για λογαριασμό του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) είχε ως βασικό στόχο να καταγράψει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις λόγω της οικονομικής κρίσης. Ειδικότερα, η έρευνα εστίασε σε δύο κατηγορίες προβλημάτων.

  • Την κατάσταση της αγοράς και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος
  • Την απασχόληση στις μικρές επιχειρήσεις και τις προοπτικές της.

Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία προβλημάτων, παρατηρούνται τα εξής:

  • Αν και 9 στις 10 επιχειρήσεις διατήρησαν ή ακόμα και μείωσαν τις τιμές στις οποίες προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2008, ωστόσο, η ζήτηση για αυτά έχει σημειώσει σημαντική κάμψη όπως δήλωσε το 72% των επιχειρήσεων του δείγματος. Στη μεταποίηση, το ποσοστό ανέρχεται σε 81,7% των επιχειρήσεων. Αυτό είναι αδιάψευστο σημάδι της ύφεσης στην οποία έχει εισέλθει η επιχειρηματική δραστηριότητα.
  • Επιπρόσθετη μαρτυρία για την ύφεση είναι το ότι οι 3 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας (84% στη μεταποίηση). Η έλλειψη ρευστότητας έχει οδηγήσει σε αύξηση του όγκου των επιταγών, του ορίου μεταχρονολόγησής τους και των ακάλυπτων επιταγών (200% περίπου το πρώτο 7μηνο του 2009 σε σχέση με το αντίστοιχο του 2008).
  • Οι προοπτικές άλλωστε εμφανίζονται εξίσου δυσοίωνες, καθώς οι μισές σχεδόν επιχειρήσεις (47,5%) εκτιμούν ότι θα μειώσουν τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές τους το επόμενο εξάμηνο. Το 35,4% εκτιμούν ότι θα παραμείνουν σταθερές.
  • Οι επιχειρηματίες θεωρούν σε ποσοστό 59,4% ότι τα φορολογικά μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση ή διαρρέεται ότι θα ληφθούν, θα επηρεάσουν αρνητικά την ήδη βεβαρυμένη κατάσταση, ενώ οι 3 στους 4 εκφράζουν την αντίθεσή τους στην ήδη θεσμοθετημένη ρύθμιση για έλεγχο των φορολογικών στοιχείων των επιχειρήσεων από ιδιωτικές εταιρίες (κίνδυνος τα φορολογικά στοιχεία να αποτελέσουν «εμπορεύσιμο είδος»!).
  • Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η «κρατική ακρίβεια» (τιμολόγια ΔΕΚΟ κλπ) συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση να προέρχεται από την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ (46,3% των ερωτηθέντων) και των δημοτικών τελών (22,7% των ερωτηθέντων). Το όφελος από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στις μικρές επιχειρήσεις ισοσκελίστηκε από τη μεγάλη αύξηση του λειτουργικού κόστους τα τελευταία έτη.

 

  Ως προς τη δεύτερη κατηγορία προβλημάτων που αναφέρεται στην απασχόληση στις μικρές επιχειρήσεις και στις προοπτικές της, η κατάσταση φαίνεται να έχει επιδεινωθεί σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Πιο συγκεκριμένα:
  • Ενώ το προηγούμενο εξάμηνο το 20,1% των επιχειρήσεων προχώρησε σε μείωση του προσωπικού και 4,6% σε αύξηση, για τους επόμενους έξι μήνες το 20,8% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού ενώ μόνο το 3,2% θα αυξήσει το προσωπικό του. Χαρακτηριστικό, επίσης, της επιδείνωσης είναι ότι το 69,6% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν το προσωπικό σταθερό, ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη έρευνα του Μαΐου το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 78,5% (μεγαλύτερο το πρόβλημα  για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις με προσωπικό 6 άτομα και πάνω).

Αυτό συνεπάγεται ότι μέχρι το τέλος του χρόνου, 90.000 έως 100.000 θέσεις απασχόλησης θα βρεθούν σε κατάσταση επισφάλειας, σύμφωνα με το πιο μετριοπαθές σενάριο όπου κάθε επιχείρηση απολύει μόνο έναν εργαζόμενο. Το στοιχείο αυτό, εκτός από την πιθανότητα απώλειας θέσεων εργασίας, έχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι σηματοδοτεί και το τελευταίο σκαλοπάτι των μικρών επιχειρήσεων πριν το οριστικό τους κλείσιμο.

  • Με δεδομένη αυτή τη δυσοίωνη προοπτική εξακολουθούν να διατηρούνται και τα αντικίνητρα για τις προσλήψεις νέου προσωπικού στις μικρές επιχειρήσεις, ενώ καθυστερούν τα κίνητρα για την διατήρηση των θέσεων απασχόλησης. Ειδικότερα, οι 7 στις 10 επιχειρήσεις θεωρούν, εκτός των άλλων (οικονομική κρίση), ότι το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (μη μισθολογικό κόστος) αποτελεί το βασικότερο αντικίνητρο για την πρόσληψη προσωπικού, ενώ μόνο 1 στις 8 επιχειρήσεις θεωρεί ως αντικίνητρο το ύψος του μισθού.
  • Ο ΟΑΕΔ ως μηχανισμός σύζευξης προσφοράς και ζήτησης εργασίας εξακολουθεί να παραμένει περιθωριοποιημένος, αφού μόνο το 12,9% των επιχειρήσεων προσφεύγει στις υπηρεσίες του για αναζήτηση προσωπικού. Σημειωτέον ότι σε έρευνα του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης το 1993, το αντίστοιχο ποσοστό των επιχειρήσεων που απευθυνόταν στον ΟΑΕΔ για πρόσληψη προσωπικού βρισκόταν στα ίδια σχεδόν επίπεδα. Απαραίτητη η αλλαγή τρόπου διοίκησης, σχεδιασμού και στόχων του ΟΑΕΔ, σε συνδυασμό με την ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. 

Όπως και στην προηγούμενη έρευνα, έτσι και σε αυτή τέθηκαν ερωτήματα σε σχέση με τον φορέα ασφάλισης των επιχειρηματιών (ΟΑΕΕ). Πιο συγκεκριμένα:

  • Οι 3 στις 4 επιχειρήσεις κρίνουν ότι το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν στον ΟΑΕΕ είναι υψηλό, ενώ οι μισές περίπου επιχειρήσεις θεωρούν ότι θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος προσδιορισμού των ασφαλιστικών εισφορών και να συνδεθεί με το εισόδημα που προέρχεται από την επιχειρηματική δραστηριότητα.
  • Τέλος, σύμφωνα με την έρευνα, η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, σε συνδυασμό με την πολιτική ρευστότητα και ιδιαίτερα την ασάφεια σε σχέση με την ημερομηνία των εκλογών, επιφέρει αρνητικές συνέπειες στις επιχειρήσεις, καθώς επιτείνει το κλίμα αβεβαιότητας, όπως δήλωσε το 59,4% των ερωτηθέντων.