Αντικείµενο της έρευνας είναι να εξετάσει αφενός τους παράγοντες που σχετίζονται την απασχόληση στις πολύ µικρές επιχειρήσεις και στους αυτοαπασχολούµενους, αφετέρου να εξετάσει τα κυριότερα εµπόδια στην αύξησή της. Η καταγραφή και ανάλυση των δεδοµένων έχει σαν στόχο την διαµόρφωση προτάσεων πολιτικής έτσι ώστε οι αυτοαπασχολούµενοι να προσλάβουν έστω έναν εργαζόµενο και οι πολύ µικρές επιχειρήσεις να αυξήσουν την απασχόληση. Μία τέτοια πολιτική θα µπορούσε να δηµιουργήσει έως και 500.000 νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Η έρευνα διενεργήθηκε σε δύο χρονικά διαδοχικές φάσεις. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης η έρευνα επικέντρωσε σε δύο πεδία. Το πρώτο αφορά την ανάλυση του θεσµικού πλαισίου στο εσωτερικό του οποίου θεσπίζονται κίνητρα για την αύξηση της απασχόλησης τόσο στις πολύ µικρές επιχειρήσεις, όσο και στους αυτοαπασχολούµενους. Ειδικότερα, αυτό το θεσµικό πλαίσιο µπορεί να ταξινοµηθεί σε δύο επιµέρους κατηγορίες: (α) στο Ευρωπαϊκό θεσµικό πλαίσιο, το οποίο συµπεριλαµβάνει την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση καθώς και την εξειδίκευσή της στα διαδοχικά Εθνικά Σχέδια ∆ράσης για την Απασχόληση και (β) στο εθνικό θεσµικό πλαίσιο, στο οποίο συγκαταλέγονται αφενός οι νόµοι για ενίσχυση της απασχόλησης εν γένει, εκείνοι που έχουν ως οµάδες-στόχους τις µικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούµενους, τέλος τα προγράµµατα ενίσχυσης της απασχόλησης στις πολύ µικρές επιχειρήσεις και της αυτοαπασχόλησης που έχουν υλοποιηθεί είτε από τον ΟΑΕ∆ είτε από το Υπουργείο Ανάπτυξης. Η ανάλυση του θεσµικού πλαισίου έχει ως στόχο τα διαπίστωση της ύπαρξης ή όχι στοιχείων επιλεκτικότητας, βάση των οποίων ευνοείται, και εάν ναι σε ποιο βαθµό, η αύξηση της απασχόλησης στις πολύ µικρές επιχειρήσεις καθώς και της αυτοαπασχόλησης.
Η πρώτη φάση της έρευνας ολοκληρώθηκε µε την ποσοτική ανάλυση των διαθέσιµων, µέσω των Ερευνών Εργατικού ∆υναµικού, στοιχείων σχετικά µε τη διακύµανση της απασχόλησης τόσο στις πολύ µικρές επιχειρήσεις όσο και στην αυτοαπασχόληση. Αρχικός στόχος της έρευνας εδώ είναι η διαπίστωση αυξητικών ή φθινουσών τάσεων στην απασχόληση και στη συνέχεια ο εντοπισµός τους σε επιµέρους κλάδους της οικονοµίας. Μετά το πέρας της ποσοτικής ανάλυσης εντοπίστηκαν οι κλάδοι εκείνοι στους οποίους έχει παρατηρηθεί σηµαντική αύξηση της απασχόλησης αλλά και εκείνοι οι κλάδοι στο εσωτερικό των οποίων η απασχόληση έχει σηµειώσει σηµαντική µείωση.
Η δεύτερη φάση της έρευνας αφορά την πραγµατοποίηση 161 ποιοτικών συνεντεύξεων µε επιχειρηµατίες µε στόχο τη διαµόρφωση καλύτερης εικόνας σχετικά µε τις αιτίες που λειτουργούν προωθητικά ή περιοριστικά στην αύξηση της απασχόλησης. Η συγκέντρωση ποσοτικών δεδοµένων από τις επιχειρήσεις του «δείγµατος» εξυπηρετεί επικουρικούς, κατά βάση, στόχους. Πιο συγκεκριµένα, επιδιώκεται η διαπίστωση (α) πιθανών κοινών τάσεων µεταξύ επιχειρήσεων µε κοινά χαρακτηριστικά και (β) συγκεκριµένων σχέσεων µεταξύ αυτών των ποσοτικών δεδοµένων αφενός και των ποιοτικών ευρηµάτωναφετέρου.
Η επιλογή των επιχειρήσεων δεν ακολούθησε τις αρχές και τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής δειγµατοληψίας. Κατά συνέπεια, τα πορίσµατα της έρευνας δεν είναι δυνατό να αναχθούν στο σύνολο του πληθυσµού των επιχειρήσεων ούτε είναι δυνατή η γενίκευσή τους. Στην πραγµατικότητα το τελικό «δείγµα» των επιχειρήσεων απαρτίζεται από 161 µεµονωµένες περιπτώσεις (individual cases). Μέσα από την ανάλυση των ερωτηµατολογίων αναδεικνύονται ενδείξεις σχετικές µε (α) τα κυριότερα κίνητρα και εµπόδια στην αύξηση της απασχόλησης που αντιµετωπίζουν οι πολύ µικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούµενοι και (β) την αποτελεσµατικότητα των ως σήµερα ακολουθούµενων πολιτικών. Τέλος, η ανάλυση των ερωτηµατολογίων βοήθησε στο να διαµορφωθούν συγκεκριµένα ερωτήµατα για περαιτέρω ανάλυση, καθώς και µια περισσότερο ολοκληρωµένη καταγραφή της σχετικής µε την απασχόληση «ατζέντας» των πολύ µικρών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολουµένων.
Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης των ερωτηµατολογίων διαµορφώθηκαν και ορισµένες συγκεκριµένες προτάσεις πολιτικής µε στόχο την υπέρβαση των εµποδίων και την ενίσχυση των κινήτρων για τηναύξηση της απασχόλησης.